μπουρίνι

μπουρίνι
το
-ιού (λ. βενετ.)
1. αιφνίδια βροχή ή αέρας, ξαφνική θύελλα.
2. μτφ., οργή, θυμός: Τον πιάσανε τα μπουρίνια του (έχει εκνευριστεί υπερβολικά).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μπουρίνι — το 1. ξαφνική θύελλα, με απότομο και δυνατό άνεμο που συνοδεύεται συχνά από βροχή, λαίλαπα 2. μτφ. οργή, θυμός, νεύρα («έχει πάλι τα μπουρίνια του και δεν μπορεί να τού μιλήσει κανείς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. borin] …   Dictionary of Greek

  • Lemos Theater — The Lemos Theatrical Company was a theatrical company formed in 1944. It is named after the actor Adamantios Lemos.The founding of Thiasos LemosOn June 14, 1944, Adamantios Lemos and Mary Giatra Lemou founded the Lemos Theatrical Company. Lemos… …   Wikipedia

  • αρβανίτικος — η, ο 1. αυτός που αναφέρεται στους Αρβανίτες ή προέρχεται απ αυτούς 2. φρ. α) «αρβανίτικο κεφάλι», για τον πείσμονα β) «αρβανίτικο γινάτι ή μπουρίνι», για το πείσμα γ) «τον έπιασε τ αρβανίτικο», τον έπιασε το πείσμα 3. το ουδ. ως ουσ. αρβανίτικος …   Dictionary of Greek

  • μπουρινάρω — 1. ναυτ. τραβώ τους πλαγιαστήρες ισχυρά για να πλεύσω εγγύτατα 2. (ως απρόσ.) μπουρινάρει επέρχεται κακοκαιρία, προμηνύεται λαίλαπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την πρώτη σημ. < μπουρίνα, ενώ με τη δεύτερη < μπουρίνι] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Μπόγρης, Δημήτριος — (Αθήνα 1890 – 1964). Λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας. Μετά το τέλος των εγκυκλίων σπουδών του πήγε στο Παρίσι για να σπουδάσει φυσικές επιστήμες, αναγκάστηκε όμως να διακόψει εξαιτίας των Βαλκανικών πολέμων (1912 13) και να τις συνεχίσει στο… …   Dictionary of Greek

  • Νεγρεπόντης, Γιάννης — (Λάρισα 1930 – Αθήνα 1991). Ποιητής. Σπούδασε αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και παρακολούθησε δραματική τέχνη στο Ωδείο Αθηνών. Πρωτοεμφανίστηκε στον λογοτεχνικό χώρο το 1949 με ένα διήγημά του στο περιοδικό Ελληνική Δημιουργία ενώ ποιήματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”